- ρέγγα
- ρέγκα η селёдка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρέγγα — (clupea harengus). Τελεόστεο ψάρι. Το σώμα της είναι ατρακτοειδές με πρασινωπά λέπια, πολύ σκούρα στη ράχη και ασημόχρωμα στην κοιλιά. Το ακμαίο άτομο έχει μήκος 30 35 εκ. Ζει κατά μεγάλα κοπάδια που πλησιάζουν τις ακτές μεταξύ Απριλίου και… … Dictionary of Greek
καψαλίζω — 1. καίω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, τό τσουρουφλίζω («να καψαλίσεις την κότα καλά») 2. (για ταριχευμένα ψάρια) ψήνω ελαφρά στη φωτιά για αφαίρεση τού δέρματος («καψαλίζω ρέγγα») 3. (για κομμάτια ψωμιού) πυρώνω ελαφρά μέχρι να… … Dictionary of Greek
ρέγκα — η, Ν βλ. ρέγγα … Dictionary of Greek
ρεγγόμορφος — η, ο, Ν (συν. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ρεγγόμορφοι τάξη τελεόπτερων ιχθύων με 400 περίπου είδη, μεταξύ τών οποίων είναι η ρέγγα, η σαρδέλα, η αντζούγια και ο γαύρος, αλλ. αριγγόμορφοι … Dictionary of Greek
τελεόστεος — α, ο, Ν (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τελεόστεοι ζωολ. η πολυπληθέστερη και πιο εξελιγμένη ανθυφομοταξία ακτινοπτερύγιων οστεοϊχθύων, στην οποία ανήκουν 20.000 περίπου αρτίγονα είδη καταταγμένα σε 24 τάξεις, με ευρύτατη διάδοση σε όλες τις θάλασσες… … Dictionary of Greek
φρίσσα — η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών ρεγγόμορφων ψαριών τού γένους σαρδινέλα, συγγενικών με την ρέγγα και με την σαρδέλα, που είναι γνωστά και ως τριχιοί … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek